αποσκεπαστός

αποσκεπαστός
αποσκεπαστός, -ή, -ό και απόσκεπος, -η, -ο
αυτός που γίνεται κρυφά, ο συγκαλυμμένος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αποσκέπαστος — η, ο (Μ ἀποσκέπαστος, ον) 1. αυτός που έχει ακάλυπτο το κεφάλι 2. (για οικοδομή) χωρίς στέγη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”